στο Σοκαρά οι «Ιππότες»

Ιδού Οι Ιππότες, Λοιπόν:
Του Έβγαλαν Τα Δόντια,
Του Έκοψαν Τα Δάκτυλα,
Τον Σταύρωσαν,
Αλλά Ο 18χρονος Κρητικός Δεν Έγινε Προδότης!

8369

Μας είπαν τελευταία ότι οι εισβολείς αλεξιπτωτιστές που κατέβαλαν την Κρήτη τον Μάη του 1941 διαπνέονταν από τα ιδανικά του ιπποτισμού. Ιδού, λοιπόν, η «ιπποτική ευγένεια» εκείνων που διαφέντεψαν τότε το νησί χωρίς να καταφέρουν διαφεντέψουν ποτέ τις ψυχές των Κρητικών!

…Όταν, ύστερα από μέρες, ο τραγικός πατέρας κατάφερε να βρει τις μπότες του χαμένου παιδιού του, αντιλήφθηκε πως ήταν ασυνήθιστα βαριές. Κι όταν τις κοίταξε είδε μέσα τα κομμένα πόδια του Σταύρου. Οι «ιππότες» Ναζί τον είχαν ακρωτηριάσει. Κι ήταν νέος, πολύ νέος, μόλις 18 χρονών!

Λες κι είναι βγαλμένη μέσα από αρχαία τραγωδία η ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη!

Του έβγαλαν ένα – ένα τα δόντια, του έκοψαν τα δάκτυλα, τα χέρια τα πόδια… Κι εκείνος δεν μίλησε. Περιφρόνησε τον θάνατο, περιφρόνησε τους Ναζί βασανιστές του! 

 

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

(Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό ΥΠΕΡ – Χ, Δεκέμβριος 2012)

Του έβγαλαν ένα – ένα τα δόντια. Δεν μίλησε!

Του έκοψαν ένα – ένα τα δάκτυλα. Δεν μίλησε!

Άρχισαν να του πετσοκόβουν πόδια και χέρια. Δεν μίλησε!

Κι όταν βρέθηκε κάτω από τα γερμανικά τανκς είχε ακόμη τη δύναμη να περιφρονήσει τους δημίους του!

Ήταν παιδί, στα δεκαοχτώ του, γεμάτος όνειρα. Προτίμησε να πεθάνει ελεύθερος παρά να ζει με το στίγμα του κιοτή. Τον έλεγαν Σταύρο Ανδρεαδάκη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Σοκαρά της Κρήτης.

8343

Στη φωτογραφία: Ο Λευτέρης Ανδρεαδάκης (Σεπτέμβριος 2012)

Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη δεν την ήξερα. Τη διάβασα φέτος τον Σεπτέμβρη σε ένα φωτοτυπημένο, αλλά επαρκώς τεκμηριωμένο, φυλλάδιο γραμμένο από τον φιλίστορα δικηγόρο κ. Γιώργο Καρτσωνάκη. Το επόμενο πρωί βρισκόμουν στο Σοκαρά, ένα μικρό χωριό κοντά στο Ασήμι. Δεν είχα ξεκαθαρίσει τι ακριβώς αναζητούσα. Θεώρησα την επίσκεψη σαν ένα ταπεινό προσκύνημα στη μνήμη του ήρωα που δεν γνώρισα. Κατέληξα να γράφω ένα, επίσης ταπεινό, κείμενο – σπονδή. Ο Σταύρος, ετών δεκαοχτώ. Να λοιπόν που μερικές φορές ένα άγουρο παλικαράκι μπορεί να σηκώσει την ιστορία στους ώμους του και να γίνει ώριμος ήρωας!

Μόνον ένας από τους αδερφούς του βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Ο Λευτέρης, κοντά στα ογδόντα πέντε του, καλοστεκούμενος ακόμη. Διαβάζει βιβλία, ψάχνει, ταξινομεί τις αναμνήσεις τοποθετώντας τα γεγονότα σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Άλλωστε, στην Κρήτη μπορεί να συναντήσει κανείς φαινόμενα που για άλλους τόπους θα ήταν εντελώς παράδοξα. Να δει βοσκούς να μελετούν ιστορίες και Ερωτόκριτους, ξωμάχους –σαν τον Λευτέρη– να ανακατεύουν στο λόγο τους ιστορικά παραδείγματα που εκπλήσσουν. Ο Λευτέρης είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των πικρών βιωμάτων που μετουσιώθηκαν κι έγιναν δάκρυ αστείρευτο, που μεταλλάχτηκαν κι έγιναν μνήμη ακατάλυτη, που μεταμορφώθηκαν κι έγιναν πείσμα για λευτεριά, δικαιοσύνη κι αξιοπρέπεια.

Ο «απαγορευμένος» ήρωας

Καθώς περνώ το κατώφλι βλέπω απέναντι στον τοίχο μια φροντισμένη κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νέου άνδρα.

-Ο Σταύρος; ρωτώ.

-Ναι, ο Σταύρος, απαντά ο γέροντας οικοδεσπότης κι ένα δάκρυ αυλακώνει το πρόσωπό του.

Αναρωτιέται κανείς αν ο πόνος μπορεί να κρατήσει τόσα χρόνια. Το δάκρυ του Λευτέρη είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους θέλουν να ξεχνούν, σε όσους θέλουν να μας κάμουν να ξεχάσομε την ιστορία αυτού του τόπου, τα βάσανα αυτού του λαού.

Για δεκαετίες ολόκληρες το όνομα του Σταύρου ήταν σχεδόν απαγορευμένο, όπως και η θυσία του. Κανείς δεν μιλούσε για το παλικάρι του Σοκαρά, μέχρι που δυο λόγιοι του χωριού, ο Γιώργος Καρτσωνάκης και ο Σήφης Κοσόγλου, κατάφεραν να τον αποκαταστήσουν και να παραδώσουν στην ιστορική μνήμη την άσπιλη μορφή ενός παιδιού που έσφιξε τα σαγόνια –δόντια δεν του είχαν αφήσει- και έπνιξε τον αβάσταχτο πόνο για να μη μαρτυρήσει τα μυστικά του αγώνα!

Ψυχωμένο παλικάρι ο Σταύρος ανέβηκε από μικρός στα αντάρτικα λημέρια. Εκεί, στην ελεύθερη πατρίδα των Ελλήνων, γνώρισε τους Καπεταναίους και τα ανταρτόπουλα.

-Δεν ήξερα τι είναι το ΕΑΜ, ήμουν μικρός εγώ, λέει ο Λευτέρης. Για πρώτη φορά το άκουσα από τον αδελφό μου. Τον Αύγουστο του ’44 ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι. Την ώρα που άλλαζε τα ρούχα του, άνοιξα ένα φάκελο που κρατούσε και τον διάβασα. Θυμάμαι ακόμη, κοντά εβδομήντα χρόνια μετά, τι έγραφε: «Ντροπή στον κρητικό λαό να τον κρατούν στη σκλαβιά μερικές χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες».

Λίγα λεπτά αργότερα ο Σταύρος έφευγε από το σπίτι. Έπρεπε να φέρει σε πέρας μιαν αποστολή που του είχαν εμπιστευτεί.. Να μεταφέρει ένα μήνυμα από το ΕΑΜ του Σοκαρά στα βουνά, στα Αστερούσια, στο χωριό Αχεντριάς, στον Παπαδάκη, έτσι λέγανε τον παραλήπτη.

Η αποστολή πήγε καλά. Ο Σταύρος παρέδωσε το μήνυμα και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κατηφόρισε από τα μονοπάτια των Αστερουσίων, έφτασε στα πρώτα χωριά του κάμπου. Περνώντας από το Μεσοχωριό βρέθηκε να περπατά μέσα στην κοίτη του ποταμού Αναποδάρη. Από εκεί περνούσε ο δρόμος για το χωριό του. Έσερνε ένα μουλάρι φορτωμένο και προχωρούσε.

Μερικές φορές, όμως, η τύχη παίζει παράξενα παιγνίδια. Οι Γερμανοί είχαν κάμποσους χωρικούς και τους είχαν ζέψει στην αγγαρεία. Δούλευαν εκεί κοντά. Οι κατακτητές, αξιωματικοί και στρατιώτες τους επιτηρούσαν.

Ο λόγος πάλι στον Λευτέρη:

-Τον είδε τον Σταύρο ένας δικός μας, Γκεσταμπίτης, ένας Πήλιος Γούσης, και λέει στον Γερμανό: «Αυτός με το μουλάρι είναι ύποπτος». Περικύκλωσε ο στρατός το παιδί, το έπιασαν. Είχε φορτωμένα δυο δεμάτια σφάκες (πικροδάφνες) στο μουλάρι. Πήρε ο αξιωματικός ένα μαχαίρι και έκοψε τα δεματικά. Οι σφάκες σκορπίστηκαν στη γη κι από μέσα τους πετάχτηκε ένα όπλο, κάμποσα φυσίγγια, και μερικά γράμματα. Το όπλο τού το είχε δώσει ο Παπαδάκης να το φέρει στο χωριό, στο ΕΑΜ. Τον συνέλαβαν αμέσως, τον πήγαν στον Πύργο στο Φρουραρχείο, μετά τον πήγαν στον Χάρακα, πάλι στο Φρουραρχείο, κι από κει στις Μοίρες. Όταν ήταν στο Χάρακα φώναξαν τον πατέρα μου, ήταν γέρος άνθρωπος πια και δεν ήξερε τίποτε. «Πού είναι οι γιοί σου;» τον ρώτησαν, εμείς είμασταν τέσσερα αδέρφια. «Στο χωριό είναι», τους απάντησε. «Και ο Σταύρος;» τον ξαναρωτούν. Πάγωσε ο γέρος γιατί κατάλαβε ότι τον είχανε πιάσει. Τους απάντησε ότι ο Σταύρος βόσκει τα πρόβατα…

8350

Λευτέρης Ανδρεαδάκης (Σεπτέμβριος 2012)

Στον σταυρό!

Πάνω από τις Μοίρες στα ψηλώματα, κοντά στον μικρό οικισμό Βρέλη, είχαν εγκαταστήσει φυλάκια οι κατακτητές. Εκεί πήγαν τον Σταύρο. Τον έκλεισαν σε ένα παλιό πετρόχτιστο καλύβι και άρχισαν να τον βασανίζουν. Γερμανοί και γερμανοπροσκυνημένοι προδότες εξάντλησαν την αγριότητα και το μένος τους. Άκουγαν οι κάτοικοι τις βρισιές και τα ουρλιαχτά των κατακτητών, άκουγαν και τα βογκητά του παλικαριού. Κάποιοι προσπάθησαν να πλησιάσουν, να βοηθήσουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να του δώσουν ένα ποτήρι νερό.

Οι βασανιστές προσπαθούσαν να κάμουν τον Σταύρο να μιλήσει. Όσο κρατούσε το στόμα του κλειστό, τόσο θύμωναν, πείσμωναν… Σκύλιαζαν.

Στο μεταξύ ο γέρο Σταμάτης, ο πατέρας του, είχε αρχίσει τον αγώνα της αναζήτησης. Πήγε παντού. Έψαχνε το παιδί του. Αρχαία τραγωδία θυμίζει η προσπάθεια του πατέρα να σώσει το Σταύρο του. Ήθελε να παρακαλέσει. Ίσως να μαλάκωνε η καρδιά του κατακτητή. Τελικά κατάφερε να μάθει πως το παιδί του βρισκόταν στο Βρέλη.

Ό,τι κι αν γραφτεί σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, δεν θα μπορέσει να δώσει την εικόνα της συμφοράς. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό τον γιο του ο γέρο Σταμάτης.

Οι κάτοικοι του μικρού οικισμού ήταν οι μάρτυρες ενός από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα των Γερμανών στην Κρήτη. Ήταν αυτοί που έδωσαν πληροφορίες στην οικογένεια… Οι μαρτυρίες τους, όμως, δεν σώθηκαν σε κανένα επίσημο έγγραφο. Η πατρίδα δεν θεώρησε σκόπιμο να ανασκαλέψει την υπόθεση, να τιμήσει τον ήρωα και να αποκαλύψει τη θηριωδία. Η οικογένεια, όμως, δεν μπορεί να ξεχάσει. Ξέρουν ότι του έβγαλαν τα νύχια, του έβγαλαν τα δόντια, του πετσόκοψαν τα πόδια και τα χέρια, τον κατακρεούργησαν. Ένα από τα μαρτύρια, όχι όμως το τελευταίο, ήταν ο σταυρός! Τόλμησαν ακόμη και να τον σταυρώσουν!

Ακρωτηριασμένο και αιμορραγούντα τον ανέβασαν στο σταυρό. Κι όταν οι Γερμανοί κι οι εδώ συνεργάτες τους είδαν κι απόειδαν, κι όταν κατάλαβαν πως αυτό το σκληροτράχηλο παλικάρι δεν πρόκειται να μιλήσει, τον έβαλαν κάτω από τις ερπύστριες. Αυτή θα ήταν η τελευταία απειλή.

Έβαλαν μπροστά τη μηχανή του τανκ. Ο Σταύρος έμεινε αμίλητος! Κράτησε το στόμα του κλειστό ακόμη κι όταν άρχισε να κινείται το θηριώδες όχημα, ακόμη κι όταν άρχισε να πολτοποιείται το κορμί του. Κι ύστερα τον άφησαν εκεί. Ανακατωμένες οι σάρκες με το χώμα. Τον παράτησαν άθαφτο σ’ ένα χωράφι.

83028308

Στις φωτογραφίες: Πάνω, ο τόπος του μαρτυρίου. Εδώ κοντά βρέθηκαν τα στιβάνια του Σταύρου!

Ο άταφος νεκρός

Τις νύχτες, που αλυχτούσαν τα σκυλιά και προσπαθούσαν να χορτάσουν την πείνα τους τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ένας συγγενής των Ανδρεαδάκηδων πήρε την απόφαση.

Να ’τη πάλι την αρχαία τραγωδία μπροστά μας! Το ελληνικό ήθος που έρχεται μέσα από τη διαρκώς ανακυκλούμενη φωνή της Αντιγόνης. Ο θείος νόμος είναι πιο δυνατός από τον ανθρώπινο. Οι νεκρικές τιμές δεν αποτελούν τυπική υποχρέωση των συγγενών αλλά έκφραση αξιών, έκφραση ήθους. Κανένας νεκρός δεν πρέπει να μένει άταφος. Μόνο που ο Πολυνείκης, ο άταφος της αρχαίας τραγωδίας, είχε κατηγορηθεί ως εχθρός της πατρίδας του. Ο Σταύρος ήταν εχθρός των κατακτητών της πατρίδας του! Τα αρχέτυπα του πολιτισμού μας επανέρχονται κάθε φορά που μια καινούργια Αντιγόνη περιφρονεί τους νόμους των ισχυρών τούτου του κόσμου.

Λέει ο Λευτέρης:

– Είχα ένα θείο στο Βρέλη. Πήγε αυτός να τον πάρει από εκεί και να τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε ούτε να σιμώσει γιατί από πάνω, στο ύψωμα, είχανε στήσει το φυλάκιό τους οι Γερμανοί. Κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει εκεί κοντά. Τελικά, τόλμησε, δεν λογάριασε τον κίνδυνο, πήρε όσα κομμάτια κατάφερε να μαζέψει και τα έθαψε στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Τέσσερις φορές έχω πάει εκεί που τον σκότωσαν. Την πρώτη φορά είδα το αίμα, είχε ποτίσει τη γη, φαινόταν για πολύ καιρό.

Ύστερα από χρόνια πολλά ήρθαν και οι επίσημες επιβεβαιώσεις για τα βασανιστήρια του Σταύρου· τα έγγραφα των δικαστηρίων που μιλούσαν συγκαλυμμένα. Ήταν οι απολογίες των δοσίλογων. Τα πιο «τρανταχτά» ονόματα προδοτών που έδρασαν στη Μεσαρά ήταν ανακατεμένα στην ιστορία του μικρού ήρωα. Μετά την απελευθέρωση οι δοσίλογοι έπρεπε να απολογηθούν για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Αρκέστηκαν να μιλήσουν μόνο για «σκληρά βασανιστήρια», όπως αποκαλύπτει ο Καρτσωνάκης, ο άνθρωπος που έριξε άπλετο φως στις πιο σκοτεινές πτυχές μιας υπόθεσης την οποία κάποια άνομα συμφέροντα ήθελαν να κρατήσουν στο σκοτάδι.

Μέσα από τις κρυπτικές απολογίες των δοσιλόγων, μέσα από τη σιωπή των γερμανικών πηγών, μέσα από τη συνενοχή των ντόπιων και ξένων εξουσιών, που δεν τιμώρησαν ποτέ τους εγκληματίες πολέμου, δεν είναι εύκολο να ανασυνθέσει κανείς τις λεπτομέρειες του ιστορικού παρελθόντος. Ούτε και να μάθει με πόση περιφρόνηση στάθηκε ένα παλικάρι μπροστά στο θάνατο.

Ο Λευτέρης βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει την αφήγηση.

-Χρόνια μετά έγινε η εκταφή των οστών του. Μας είπανε στο Βρέλη: «Μην περιμένετε να βρείτε κόκαλα, δεν υπάρχουν». Βρήκαμε μόνο ένα οστό της μιας κνήμης και μια κάτω γνάθο. Ούτε δόντια, ούτε πλευρά, ούτε τίποτα. Μόνο μερικά πολτοποιημένα κόκαλα ήταν θαμμένα εκεί.

Όταν η φρίκη αποτυπώνεται σε ένα ζευγάρι στιβάνια!

Πέρασαν λίγες μέρες μετά την ταφή. Ο γέρο Σταμάτης ανηφόρησε στο Βρέλη παρέα με κάποιον συγγενή του. Ας τα έσκιαζε όλα η φοβέρα. Αλλά, ποια φοβέρα να σταματήσει έναν χαροκαμένο πατέρα; Από μακριά είδε τα αίματα. Δίπλα κομμάτια από σκισμένα ρούχα και λίγο πιο κει ένα ζευγάρι στιβάνια. Ήταν του Σταύρου!

Ο συγγενής έσκυψε, έκανε να τα μαζέψει. Τα υποδήματα του νεκρού ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια· οι άνθρωποι περπατούσαν ξυπόλητοι, θα ήταν πολυτέλεια να τα παρατήσουν εκεί. Την ώρα που τα σήκωνε δεν άντεξε. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του… Τα στιβάνια δεν ήταν άδεια! Μέσα στο κουφάρι τους είχαν μείνει κομμάτια από σάρκες. Τα πόδια του Σταύρου!

Ειπώθηκε ότι του έκοψαν τα πόδια με τσεκούρι. Κανείς δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει ούτε να το διαψεύσει σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι σάρκες του ήρωα είχαν μείνει μέσα στα στιβάνια του. Και ότι τα στιβάνια αυτά ήταν σκισμένα στο ύψος των αστραγάλων, ήταν κομμένα και το πετσί κρεμόταν. Άλλο φρικτό σημάδι της συμφοράς.

Η συνέχεια της ιστορίας φανερώνει μέσα από πόσες κακοτοπιές, στερήσεις και βάσανα πέρασε αυτός ο λαός. Ο συγγενής παρακάλεσε τον γέρο Σταμάτη να πάρει τα στιβάνια και να τα δώσει στον μικρό γιο του, τον Λευτέρη. Ούτε να τ’ ακούσει ο τραγικός πατέρας. Τελικά τα πήρε άλλος συγγενής, τα πήγε σε τσαγκάρη, έκοψε τα πετσιά που κρέμονταν, τα έκανε παπούτσια και τα έδωσε σε ένα παιδί να τα φορέσει.

8364l

  Ο ήρωας! Ήταν παιδί, στα 18 του! 

Τραγωδία χωρίς κάθαρση

Δώδεκα του Αυγούστου του 1944 σκοτώσανε τον Σταύρο. Πέρασαν πέντε μέρες. Και στις δεκαεφτά του ίδιου μήνα ο Σοκαράς έμελλε να ζήσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας του. Στις δεκαέξι το βράδυ πήγε εκεί ο δοσίλογος Πρόεδρος γειτονικού χωριού. Μίλησε στους χωρικούς. Τους είπε να μη φύγει κανείς από το σπίτι του γιατί θα έρχονταν την επόμενη οι Γερμανοί για γυμνάσια. Όποιος έμενε δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί. Όποιος έφευγε θα πλήρωνε ακριβά την αποκοτιά του.

Το απόβραδο της άλλης μέρας βρήκε το χωριό πνιγμένο στο θρήνο. Οι Γερμανοί είχαν πράγματι μεταβεί στο Σοκαρά, αλλά όχι για γυμνάσια όπως έλεγε ο προδότης. Είχαν πάει για να σκοτώσουν! Είκοσι εφτά ήρωες ήταν τα νέα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Είκοσι εφτά προγραμμένοι!

Και ενώ τα σπίτια του Σοκαρά άδειαζαν, και ενώ το μοιρολόι γινόταν απελπισία και η πείνα γινόταν αχώριστος σύντροφος των επιζώντων, μια καινούργια τραγωδία χτυπούσε την πόρτα των Ανδρεαδάκηδων… Κάποιοι είχαν πιστέψει ότι ο Σταύρος είχε λυγίσει. Και ότι είχε αποκαλύψει τα ονόματα των οργανωμένων στην αντίσταση. Το τίμημα βαρύ, ασήκωτο. Δεν έφτανε η συμφορά και το μοιρολόι. Ήρθε η υποψία να χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας. Τέτοιες εποχές κανείς δεν κάθεται να σκεφτεί. Αποδείξεις εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν.

Κάπως έτσι κορυφώθηκε η τραγωδία. Ο νεκρός ήρωας θα μπορούσε να γίνει φαρμακός. Και είναι αλήθεια ότι μια βαριά σιωπή σκέπασε για δεκαετίες ολόκληρες τη μνήμη του.

Λέει ο Γιώργος Καρτσωνάκης:

-Αν είχε ομολογήσει ο Σταύρος, τότε θα είχαν πιάσει τους ιθύνοντες του ΕΑΜ. Αλλά αυτούς δεν τους έπιασαν. Όλοι ξέρουν σήμερα ποιοι ήταν εκείνοι που προκάλεσαν τη σφαγή του Σοκαρά. Ο κατάλογος των προγραφών συντασσόταν για κάμποσους μήνες.

Η αποκάλυψη των μαρτυρικών καταθέσεων στο δικαστήριο των δοσιλόγων έδωσε νέα δυναμική στην ιστορία. Και νέα πνοή στη μνήμη. Την ανάστησε. Ναι, εξήντα πέντε χρόνια μετά. Το 2009, με πρωτοβουλία των Σοκαριανών, που μπορούν να περηφανεύονται σήμερα για όλους τους ήρωες τους. Και για τον Σταύρο…

Νομικό παράδοξο

Η δολοφονία του Ανδρεαδάκη έμεινε ατιμώρητη. Το δικαστήριο των δοσιλόγων που συνεδρίασε μετά την απελευθέρωση, στις 14 Μαρτίου 1946, ήξερε απλά ότι είχαν σκοτώσει ένα παιδί κοντά στο Βρέλη. Κατηγορούμενος για τη δολοφονία ο συνεργάτης των Γερμανών Μαγιάσης. Το δικαστήριο τον απάλλαξε. Όχι επειδή δεν συμμετείχε στο αποτροπιαστικό έγκλημα, αλλά… επειδή τάχατες δεν ήταν γνωστό το όνομα του θύματος. Ο Καρτσωνάκης αποκαλύπτει το σχετικό επίσημο έγγραφο και ρίχνει περισσότερο φως στην τραγωδία:

«Το δικαστήριον κηρύσσει τον κατηγορούμενο Ν. Μαγιάση αθώο λόγω αμφιβολιών της κατηγορίας ότι εξετέλεσε, μετά Γερμανού στρατιώτου, κατ΄ Αύγουστον 1944, μεταξύ Μοιρών και Αγίου Αντωνίου, ένα παιδί ηλικίας 18-19 ετών αγνώστου ονοματεπωνύμου, με την κατηγορία ότι απέκρυπτε όπλα…»

Και συνεχίζει ο φιλίστορας δικηγόρος:

«Στα παγκόσμια ποινικά χρονικά  δεν υπάρχει παρόμοιο φαινόμενο, να έχομε έναν άνθρωπο, που βρίσκεται νεκρός σε συγκεκριμένο τόπο, που προσδιορίστηκε η ηλικία του και ο χρόνος του θανάτου, που αποκαλύφθηκε η αιτία για την οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε, να παραπέμπεται με βούλευμα κατηγορούμενος για τον φόνο αυτό και η ανάκριση, ο Εισαγγελέας (τότε λεγόταν ειδικός Επίτροπος) και τελικώς και το δικαστήριο […] να αναφέρει ότι το θύμα είναι αγνώστου ονοματεπωνύμου…»

Εν ολίγοις: Δεν υπάρχει όνομα, άρα δεν υπάρχει… έγκλημα!

Η αλήθεια, βέβαια, δεν είναι αυτή. Το όνομα ήταν γνωστό από άλλες υποθέσεις.

Όσο για τον Μαγιάση… Αυτός καταδικάστηκε πολλές φορές σε θάνατο για τα αναρίθμητα εγκλήματά του. Αλλά δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν. Τον έσφαξε ένας Ανωγειανός, ο Βρέντζος ή Τηγανίτης, μέσα στο ίδιο το δικαστήριο!

Η ιστορία που δεν διδάσκεται:

Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη θα πρέπει να τη διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία. Όχι μόνο στα ελληνικά· στα σχολεία όλου του κόσμου, και κυρίως της Γερμανίας, θα πρέπει να διδάσκεται. Για να μαθαίνουν οι μελλοντικές γενιές των ανθρώπων πόση δύναμη και πόσο κουράγιο μπορεί να κρύβει η καρδιά ενός δεκαοκτάχρονου παιδιού. Για να καταλάβουν πόση αγριότητα και απανθρωπιά μπορούν να κρύβουν οι ψυχές των ναζιστικών ανδρείκελων.

Σταύρος Ανδρεαδάκης, ετών 18. Ένας ήρωας που τον αγνόησε η ιστορία, τον περιφρόνησε η κοινωνία και τον τιμώρησε η πολιτεία!

Κανείς δεν θα μάθει ποτέ με πόση περιφρόνηση αντιμετώπισε εκείνους που του έβγαζαν ένα – ένα τα δόντια. Του έκοβαν ένα – ένα τα δάκτυλα. Του έκοψαν (μάλλον με τσεκούρια) τα πόδια.

Κανείς δεν θα μάθει τα τελευταία λόγια ενός παλικαριού που αγαπούσε τη ζωή. Και τη λευτεριά. Μπορούμε μόνο να τα μαντέψομε.

Γράφε Ιστορία τα ψέματά σου αράδα

Καθώς βαδίζω στους δρόμους του Σοκαρά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σιγοψιθυρίζει τους γνωστούς στίχους του Βάρναλη:

Γράψε ιστορία τα ψέματά σου αράδα

και βλόγα τον φονιά, βρίζε το θύμα…

Είναι τραγωδία ο βασανιστικός θάνατος ενός ανθρώπου. Είναι μεγαλύτερη τραγωδία να τον βαραίνει μια αναπόδεικτη υποψία.

Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα πέντε χρόνια μέχρι την τελική αποκατάσταση του ήρωα. Η κάθαρση θυμίζει σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Ο ήρωας μπορεί να αναπαύεται πλέον. Ως ήρωας!

http://www.karmanor.gr/el/article/idoy-oi-ippotes-loipon-toy-evgalan-ta-dontia-toy-ekopsan-ta-daktyla-ton-stayrosan-alla-o

ποιος φοβήθηκε το πραξικόπημα;

Από το πρωί της Παρασκευής 15/07/2016 (ώρα 11:00 γράφει η πρόσκληση της ΑΕΜΥ Α.Ε. ιδιοκτήτριας του νοσοκομείου Θήρας) και μέχρι το Σάββατο 16/07/2016 (αναχώρησε το Σάββατο γράφει ιστοσελίδα) Ο ΤΣΙΠΡΑΣ ΕΛΕΙΠΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ!

Μαυρογιαλούρος για αρχή, διακοπές μετά και ύστερα ήρθε ο …φόβος;

Ενώ «έτρεχε» το πραξικόπημα στην Τουρκία, αυτός αφού εγκαινίασε ιδιωτικό νοσοκομείο μετά συνέχισε με ταξίδι αναψυχής.

Τα βοθροκάναλα όμως έλεγαν τη νύχτα της Παρασκευής ότι σήμανε συναγερμός στο Μαξίμου και γίνονταν έκτακτες συσκέψεις για τα γεγονότα στην Τουρκία.

Με ποιον συσκέπτονταν; Με τον Καρανίκα;

«(00:35) Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί με προσοχή και ψυχραιμία τις εξελίξεις στην Τουρκία.»

Πολύ «ψύχραιμα» έμεινε Σίκινο (μπορεί να έβλεπε και καλύτερα…)

To πραξικόπημα στην Τουρκία και οι διακοπές του Τσίπρα στη Σίκινο

ΥΓ. Κρίμα να χαλάσουν οι μίνι διακοπές του κουρασμένου αριστερού ηγέτη! Αντι-Συριζαίοι αυτοί οι Τούρκοι!

 

To πραξικόπημα στην Τουρκία και οι διακοπές του Τσίπρα στη Σίκινο

Δευτέρα, 18 Ιουλίου 2016, 18:50
aemyae_ygeias
santorini_tzifras

Λάτρης της πανέμορφης Σικίνου αποδεικνύεται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Εκμεταλλευόμενος την απόδραση, από το καμίνι της πρωτεύουσας, στο πλαίσιο των εγκαινίων του Νοσοκομείου Θήρας Σαντορίνης, ο κ. Τσίπρας πέρασε ένα ολιγόωρο ταξίδι αναψυχής στη Σίκινο.

Κατά πληροφορίες του zougla.gr, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να πάρει μία ανάσα μακριά από τις σκοτούρες του Μαξίμου επισκεπτόμενος με φουσκωτό τη Σίκινο στις Κυκλάδες.

«Ήταν πολύ απλός και διακριτικός, πέρασε για λίγο από το νησί και αναχώρησε το Σάββατο», ανέφερε στο zougla.gr κάτοικος της Σικίνου.

Το πραξικόπημα…

Η χαλάρωση, το ουζάκι και η κουβεντούλα χάλασαν από το αιφνιδιαστικό πραξικόπημα στη γειτονική χώρα, καθώς τα τηλέφωνα έπεφταν «βροχή» και ως εκ τούτου ο συντονισμός και η διαχείριση τέτοιας κρίσης κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής σχεδίων για τις μίνι διακοπές του πρωθυπουργού.

Έτσι, ο κ. Τσίπρας δεν εμφανίστηκε εφέτος στο οινοποιείο «Μάναλη», ούτε στο κατάστημα «Μελιτένια»,όπου είχε πραγματοποιήσει επίσκεψη πέρσι…

Τα εγκαίνια, η μεταφορά με αεροπλάνο της… γραμμής και το φουσκωτό του Πολάκη

Ο πρωθυπουργός συνταξίδεψε για τη Σαντορίνη με τον υπουργό Υγείας, Ανδρέα Ξανθό, με πολιτικό αεροσκάφος, ενώ βάσει επίσημων εγγράφων ο Παύλος Πολάκης, αναπληρωτής υπουργός, επρόκειτο «να μεταβεί στη Σαντορίνη με δικό του μεταφορικό μέσο».

ΓΕΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΡΟΥΒΙΚΩΝΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΡΩΤΗΣΗ ΤΩΝ 17 ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΤΗΣ ΝΔ

από Ρουβίκωνας 18/07/2016

484132_655756554467107_696408407_n

Είναι ενδιαφέρον ότι, η επερώτηση των 17 βουλευτών της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που στοχοποιεί άμεσα τον Ρουβίκωνα, συμπίπτει χρονικά με τον υπό εξέλιξη αγώνα που γίνεται στα Εξάρχεια, τη στιγμή που αυτός διαφαίνεται να έχει νικηφόρα χαρακτηριστικά. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί, εκτός από σιγοντάρισμα των εχθρών της γειτονιάς των Εξαρχείων και των κατοίκων της, η επερώτηση αυτή;

Είναι γνωστές οι υπόγειες διαδρομές και επαφές της δεξιάς παράταξης με στοιχεία του υποκόσμου. Είναι εύλογο , να ενοχλούνται από μαζικές πορείες με ένοπλες περιφρουρήσεις που αποσκοπούν στην αυτοάμυνα των κατοίκων απέναντι στον υπόκοσμο. Είναι λογικό ,οι νεοδημοκράτες να θέλουν να λειτουργούν απρόσκοπτα, αστυνομικά τμήματα σαν το 5ο, που λαδώνεται από διάφορα παρακρατικά κέντρα και να μη δέχονται επιθέσεις και πολιορκίες από αγωνιζόμενους. Είναι λογικό, να προβληματίζονται όταν εκτελούνται έμποροι ναρκωτικών σαν τον Χαμπίμπι, όταν, επί των κυβερνητικών ημερών τους, έδιναν εντολή στην αστυνομία να στέλνει όλους τους εμπόρους στα Εξάρχεια.

Οι δυνάμεις του κινήματος μαζί με τη γειτονιά θα συνεχίσουν τον αγώνα, όσες επερωτήσεις και να γίνουν, όσες απειλές κι αν δέχονται. Έναν πολυμέτωπο αγώνα απέναντι σε κράτος και παρακράτος.

Όσον αφορά στην, άμεση επί της ουσίας, σύνδεσής μας που επιχειρεί η ΝΔ, με την εκτέλεση του μαχαιροβγάλτη εμπόρου, είναι προφανής η σκοπιμότητα. Η ποινικοποίηση του Ρουβίκωνα ως εγκληματική οργάνωση. Εμείς απαντάμε ότι ο αγώνας που δίνουμε είναι μέσα από τις μαζικές παρεμβάσεις μαζί με τη γειτονιά και τους κατοίκους. Δικαιούμαστε, βέβαια, να έχουμε άποψη για το γεγονός, και η άποψή μας είναι σαφής: ΓΕΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ.


19/07/2016

Aris Chatzistefanou Twitter

ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

Ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του μαφιόζου Χαμπίμπι

koukouloforoi-purobolisan-andra-sta-eksarxeia_15.w_hr


Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την εκτέλεση του μαφιόζου Χαμπίμπι, ο οποίος εδώ και χρόνια πρωτοστατούσε σε περιστατικά βίας απέναντι σε κατοίκους και θαμώνες της περιοχής των Εξαρχείων, με αποκορύφωμα την δολοφονική επίθεση σε τρεις συντρόφους του κατειλημμένου κοινωνικού κέντρου ΒΟΞ τον περασμένο Μάρτη.

Ο παρανοϊκός χαρακτήρας του συγκεκριμένου ατόμου και η ασύστολη βία που ασκούσε με τη παραμικρή αφορμή, τον καθιστούσαν ως κατά συρροή δυνάμει δολοφόνο, ως φόβο και τρόμο της περιοχής. Οι τραμπουκισμοί, οι κλοπές και τα μαχαιρώματα που περιλαμβάνονταν  στο ρεπερτόριο της καθημερινής του παρουσίας στη πλατεία Εξαρχείων, του έδωσαν το περιθώριο να παριστάνει τον ηγεμόνα που (υποτίθεται) κανείς δεν θα μπορούσε  να αμφισβητήσει. Με τη δύναμη μιας αγέλης κανιβάλων που τον περιστοίχιζε, αλλά και με τις πλάτες της μαφίας και της αστυνομίας, δρούσε ανενόχλητος πουλώντας ναρκωτικά και τρομοκρατώντας τη γειτονιά, η οποία ανυπεράσπιστη και ανήμπορη να τον αντιμετωπίσει, υποτασσόταν στη δύναμη του σιωπώντας.

Ο φόβος που προκαλούσε η εγκληματική του δράση, του έδινε όλο και μεγαλύτερο θράσος, αφού επανειλημμένα βιαιοπραγούσε με δολοφονικές προθέσεις μπροστά στα μάτια δεκάδων περίοικων, αφήνοντας πίσω του αιμόφυρτους και ετοιμοθάνατους ανθρώπους, ενώ την ίδια στιγμή αυτός παρέμενε στη περιοχή καμαρώνοντας ανενόχλητος. Και αυτό γιατί, εκτός από το γεγονός πως ήταν ναρκομανής και παρανοϊκός, γνώριζε πολύ καλά πως δεν θα υπάρξουν συνέπειες. Γιατί γνώριζε πως κανείς δεν θα επέμβει, λόγω της συναινετικής υποταγής που επιβάλει ο φόβος. Γιατί γνώριζε πως δεν πρόκειται να συλληφθεί, αφού όντας υπάλληλος της μαφίας ήταν ουσιαστικά και υπάλληλος της αστυνομίας.

Όμως, το θράσος του αυτό αποδείχθηκε τελικά ‘’αυτοκτονικό’’, όταν έκανε το λάθος να επιτεθεί σε τρείς αναρχικούς συντρόφους του ΒΟΞ, τραυματίζοντας τους δύο από αυτούς. Η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι και η εφαρμογή του λαϊκού-επαναστατικού δικαίου επέβαλε τη θανατική του καταδίκη. Όχι μόνο στα πλαίσια της εκδίκησης για τους τραυματίες συντρόφους, αλλά και για την υπεράσπιση μιας τόσο ταλαιπωρημένης  γειτονιάς, για την οποία είμαστε βέβαιοι πως στο άκουσμα της εκτέλεσης αυτού του καθάρματος θα ανακουφίστηκε. Γιατί κάποιος έπρεπε να αναλάβει δράση. Για την έστω και οριακή επαναφορά των συσχετισμών δύναμης στη γειτονιά των Εξαρχείων, για την υπενθύμιση πως το μακρύ χέρι του παρακράτους έχει να αντιμετωπίσει το τιμωρό χέρι του κινήματος.

Μιλώντας για παρακράτος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως για εμάς η εκτέλεση του συγκεκριμένου ατόμου, δεν οριοθετείται μονάχα σε ένα χτύπημα ενάντια στον κανιβαλισμό που βασιλεύει στα Εξάρχεια. Δεν αντιλαμβανόμαστε την κανιβαλική βία ως ένα γενικόλογο κοινωνικό φαινόμενο. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι, αλλά ταξικά τοποθετημένοι στον πόλεμο ενάντια στο κεφάλαιο και ως τέτοιοι μπαίνουμε στη μάχη για να ξανακερδίσουμε τα Εξάρχεια.  Με αυτόν τον προσανατολισμό, η συγκεκριμένη εκτέλεση επεκτείνεται και στην υλική σύγκρουση με το παρακρατικό σύμπλεγμα μαφίας-αστυνομίας. Επεκτείνεται δηλαδή στη μάχη ενάντια σε μια από τις πιο σκληρές εκφράσεις του κεφαλαίου. Και αυτό γιατί ο Χαμπίμπι ήταν στρατολογημένος από τη μαφία των Εξαρχείων, όχι απλά ως ένας ακόμα από τους δεκάδες διακινητές ναρκωτικών που δρουν στη περιοχή, αλλά και ως χωροφύλακας που περιφρουρούσε δια της βίας την ομαλή κερδοφορία των αφεντικών του.

Το πλούσιο βιογραφικό του Χαμπίμπι, που περιελάμβανε την κάθε λογής αντικοινωνική δραστηριότητα, τον είχε καταστήσει ως το πρωτοπαλίκαρο, ως το λυσσασμένο μαντρόσκυλο της μαφίας στην πλατεία Εξαρχείων. Και ήταν μαντρόσκυλο γιατί η βία του αυτή, ασχέτως αν ήταν ψυχωτική και αλόγιστη, λειτουργούσε ως απειλή απέναντι σε οποιονδήποτε διανοούνταν να διαταράξει την ομαλή διακίνηση ναρκωτικών. Απέναντι τελικά, σε οποιονδήποτε αμφισβητούσε την ηγεμονία της μαφίας στη πλατεία Εξαρχείων.

Εκτελώντας τον Χαμπίμπι, κάναμε ξεκάθαρο πως αμφισβητούμε έμπρακτα την ηγεμονία των ναρκέμπορων. Πως έχουμε και εμείς τα μέσα για να τους αντιμετωπίσουμε και πως αν χρειαστεί θα εμπλακούμε σε μια μετωπική αναμέτρηση μαζί τους. Μια αναμέτρηση ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένη.

Το σύμπλεγμα ανάμεσα στη μαφία και την αστυνομία, αν και αποτελεί ένα πολλάκις εξακριβωμένο φαινόμενο που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν, στη περιοχή των Εξαρχείων εκφράζεται με αποκαλυπτικά απροσχημάτιστους όρους. Όσοι κατοικούν, εργάζονται  ή συχνάζουν στη περιοχή, γνωρίζουν πολύ καλά πως οι πιάτσες πώλησης ναρκωτικών όχι μόνο δεν βρίσκονται σε απόμερα σημεία, αλλά αντίθετα καταλαμβάνουν  τα κεντρικότερα σημεία πέριξ της πλατείας Εξαρχείων. Γνωρίζουν επίσης  ποιοι και πότε πωλούν ναρκωτικά, αφού μιλάμε για σχεδόν εικοσιτετράωρες βάρδιες που  αναλαμβάνονται από άτομα που ζουν και κινούνται στα Εξάρχεια. Γνωρίζουν ποια μαγαζιά λειτουργούν ως βιτρίνες για το ξέπλυμα χρήματος,  ποιοι είναι οι αρχηγοί της μαφίας, και που συχνάζουν εμφανώς ένοπλοι . Γνωρίζουν επίσης πως ο διοικητής του Α.Τ. Εξαρχείων συναντιέται με ορισμένους από αυτούς σε ιδιαίτερα φιλικό κλίμα. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας καθημερινά και κανείς δεν μιλάει.

Και δεν μιλάει κανείς γιατί κυριαρχεί ο φόβος ή η αδιαφορία. Και ακόμα χειρότερα γιατί και ανάμεσα στις υγιείς δυνάμεις της γειτονιάς, κυριαρχεί η ματαιότητα ότι τίποτα δεν αλλάζει. Πράγματι, το ρίζωμα του δικτύου ανάμεσα σε μπράβους, ‘’αναρχικούς’’, χούλιγκανς, μεγαλομαγαζάτορες, ναρκέμπορους και αστυνομικούς είναι βαθύ. Και είναι τόσο βαθύ που χρειάζεται ένας σεισμός για να ξεριζωθεί. Αυτός ο σεισμός είναι ο στόχος μας, και για να τον καταφέρουμε πρέπει αρχικά να χωρίσουμε ευκρινώς τα στρατόπεδα.  Ποίοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι απέναντι μας. Για να μετρηθούμε και να πάψει πλέον η ανεκτικότητα, το αλισβερίσι και το παλαντζάρισμα σε δύο βάρκες. Δεν είμαστε όλοι μια γειτονιά και αυτή η γειτονιά δεν μας χωράει όλους.

Θα ήταν τραγελαφικό να επικαλεστεί η αστυνομία την άγνοια για πρόσωπα και καταστάσεις και ακόμα χειρότερα για αδυναμία επέμβασης λόγω του φόβου των αναρχικών. Και θα ήταν τραγελαφικό, γιατί η αστυνομία εισβάλει, βασανίζει και συλλαμβάνει με ιδιαίτερη ικανότητα και αγριότητα τους αναρχικούς όταν συμβαίνουν συγκρούσεις στη περιοχή. Γιατί άραγε δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με τους εμπόρους ναρκωτικών, τους μαχαιροβγάλτες και τους μπράβους ; Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική. Και είναι ρητορική, γιατί εκ θέσεως ως κοινωνικοί αγωνιστές, δεν θα μπορούσαμε να καταγγείλουμε την αδράνεια της αστυνομίας, υπονοώντας ότι χρειαζόμαστε την επέμβαση της για να λυθεί το ζήτημα. Αντιθέτως, αυτό που αναδεικνύουμε μιλώντας για την απουσία-προστασία της αστυνομίας  είναι η εξόφθαλμη συγχώνευση συμφερόντων, είναι η ύπαρξη ενός παρακρατικού  μετώπου, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί από τον κόσμο του αγώνα και μόνο. Ας μην έχουμε αυταπάτες λοιπόν, προσμένοντας βοήθεια από επίσημους φορείς και θεσμούς. Είναι όλοι στο κόλπο και είναι όλοι εναντίων μας.

Το ζήτημα λοιπόν των Εξαρχείων, αφορά στον πυρήνα του τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς παράπλευρης συσσώρευσης κεφαλαίου. Μιλάμε δηλαδή για το παρακράτος, για την άλλη όψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η λεγόμενη παραοικονομία, είναι ένα ασύλληπτου μεγέθους κύκλωμα απόδοσης δισεκατομμυρίων. Άλλωστε σήμερα, είναι ιδιαιτέρως  χαρακτηριστική η ομολογία πως τα ‘’μαύρα’’ κεφάλαια διασώζουν το τραπεζικό σύστημα διεθνώς, αποδεικνύοντας έτσι όχι μόνο τον όγκο των κερδών, αλλά και τη σύμφυση της ‘’παράνομης’’ και της ‘’νόμιμης’’  καπιταλιστικής οικονομίας.  Δεδομένης λοιπόν αυτής της σύμφυσης, είναι αυτονόητο πως η μαφίες αποτελούν την οργανωμένη έκφραση της ‘’μαύρης’’ οικονομίας, άρα και τη παράπλευρη οργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Δικαστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες και αστυνομικοί συγκροτούν το διευθυντικό επιτελείο της παραοικονομίας, χρησιμοποιώντας ως ‘’μπροστινούς’’ τους διάφορους χρήσιμους ηλίθιους για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά.

Έτσι και οι  ναρκέμποροι των Εξαρχείων, που απαρτίζονται από λούμπεν-παρασιτικά στοιχεία, ‘’φουσκωτούς’’, ποινικούς και κατά φαντασία γκάνγκστερς, αποτελούν απλά τους χρήσιμους ηλίθιους για το Α.Τ. Εξαρχείων και τη ΓΑΔΑ, τα επίσημα δηλαδή κέντρα ελέγχου  της διακίνησης ναρκωτικών. Αυτά τα καθάρματα, που παριστάνουν τους Εσκομπάρ και τους ατρόμητους, είναι κοινοί ρουφιάνοι και συνεργάτες  της αστυνομίας, είναι θρασύδειλοι και ύπουλοι γιατί  χωρίς τους προστάτες τους δεν θα τολμούσαν να σηκώσουν όχι μόνο το χέρι τους, αλλά ούτε καν το βλέμμα τους μπροστά σε όσους αγωνίζονται για τη γειτονιά των Εξαρχείων.

Κατανοώντας το πρόβλημα από τη ρίζα του, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος ενάντια στις μαφίες, είναι πόλεμος στη καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι πόλεμος αντικαπιταλιστικός. Γι αυτό, και για να μην χαθούμε σε αίολα θεωρητικά σχήματα που καταλήγουν στο να μην συγκρουστούμε με τις μαφίες γιατί καπιταλισμός (θα) υπάρχει και χωρίς αυτές, εμείς λέμε πως επιτέλους πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Γιατί, ο καπιταλισμός δεν αποτελεί μια αφηρημένη σχέση, αλλά αντίθετα μια απτή, υλική και πολύ συγκεκριμένη. Έτσι, ο πόλεμος για να κρατήσουμε μια γειτονία καθαρή από τα απόνερα της καπιταλιστικής σαβούρας που ξεβράζει η μαφία, δεν είναι πόλεμος ιδεών, αλλά πόλεμος για την μετατόπιση των υλικών συσχετισμών δύναμης.

Σαφώς, η γειτονιά των Εξαρχείων μαστίζεται από μια σειρά προβλημάτων. Αφετηρία όλων αυτών, είναι η μετατροπή των Εξαρχείων σε μαζική καταναλωτική ζώνη, η οποία έλκει τη μαφία και τελικά επιφέρει την πολιτική και πολιτιστική αλλοίωση της περιοχής. Η συγκέντρωση δεκάδων καταστημάτων εστίασης, τα οποία καρπώνονται την ιστορική και πολιτική φόρτιση της περιοχής και κερδοφορούν  πουλώντας  εναλλακτισμό και ψευτοεξεγερσιακότητα, έχει ως συνέπεια τη συνεύρεση χιλιάδων νεολαιών με όρους καταναλωτισμού και αποπολιτικοποίησης. Και εδώ ακριβώς, είναι που η μαφία βρίσκει το εύφορο έδαφος για να ανθίσει. Γιατί η περιοχή αποφέρει ασύλληπτα κέρδη από την ‘’προστασία’’ δεκάδων μαγαζιών και ακόμα περισσότερα από το εμπόριο ναρκωτικών.

Είναι θλιβερό το γεγονός, πως οι εκατοντάδες νέοι που συχνάζουν σε μια γειτονιά διαρκούς πολιτικού αναβρασμού, φαίνεται να έχουν μια λανθάνουσα ερμηνεία της ελευθερίας, η οποία και καταλήγει να συγχέεται με τη χρήση ναρκωτικών. Τα αστικά ιδεολογήματα που εξέθρεψαν  τις κάθε λογής μορφές του ‘’εναλλακτισμού’’, με στόχο τον αποπροσανατολισμό και την ιδεολογική αφασία, προάγουν τη χρήση ναρκωτικών ως δήθεν απελευθερωτική εμπειρία, μετατρέποντας χιλιάδες νέα παιδιά σε εξαρτημένους ή μη χρήστες και σε ‘’πελάτες’’ που ενισχύουν οικονομικά τις εγκληματικές οργανώσεις της μαφίας. Όλα αυτά τα νέα παιδιά, που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι στη δικιά μας πλευρά, τα καλούμε να σκεφτούν πως τα ναρκωτικά είναι μέσο νάρκωσης και όχι απελευθέρωσης, τα καλούμε να μην συνδράμουν οικονομικά τη μαφία, τα καλούμε να πάρουν θέση σε αυτή τη μάχη, είτε σταματώντας τα ναρκωτικά, είτε φεύγοντας από τα Εξάρχεια. Διαφορετικά, όσο ο αγώνας θα οξύνεται, οι χρήστες και η τεράστια ζήτηση που αυτοί προσφέρουν στους ναρκέμπορους, θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν ακόμα και με τη βία.

Μιλώντας για το ζήτημα των ναρκωτικών και γενικότερα της ναρκωκουλτούρας ως φαινόμενο που κατακλύζει κυρίως τη νεολαία, είμαστε απόλυτοι δηλώνοντας πως το να δηλητηριάζουμε το μυαλό και το σώμα μας με ουσίες, αποτελεί μια φευγαλέα εμπειρία, μια παραπλάνηση των καταπιεσμένων μας αισθήσεων και μια λανθάνουσα φυγή από τα πραγματικά και κοινά προβλήματα που μας μαστίζουν. Ειδικότερα, στις δυτικές κοινωνίες όπου το κεφάλαιο έχει εισβάλει σε κάθε πτυχή του συναισθηματικού μας κόσμου, η έννοια της προσωπικότητας έχει αποδομηθεί, μέσω της τοποθέτησης της σε ένα ασφυκτικά αλλοτριωμένο κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό της μοναξιάς, της ανασφάλειας, του συναισθηματικού ακρωτηριασμού και της κατάθλιψης. Σε μια παράλογα απαιτητική και ανυπόφορη ζωή. Η εύλογη αναζήτηση διεξόδων, όταν συμβαίνει κάτω από το καθεστώς απουσίας της ταξικής συνείδησης, είναι δεδομένο πως θα οδηγήσει σε στρεβλές ατραπούς. Τα ναρκωτικά  είναι μια από αυτές. Και αποτελούν ίσως τη σκληρότερη έκφραση αυτοτιμωρίας και εσωστρέφειας, αφού η επιθυμούμενη ‘’διέξοδος’’ καταλήγει με τους χειρότερους όρους πίσω στον εαυτό μας και τα προβλήματα του. Με άλλα λόγια, απέναντι στη βία που μας ασκεί η ταξική κοινωνία δεν απαντάμε με βία απελευθερωτική, αλλά με βία που στρέφεται στον ίδιο μας τον εαυτό. Γι αυτό και σαν επαναστάτες, πολεμάμε τα ναρκωτικά  ως επιβοήθημα στην επιβολή της κοινωνικής παραλυσίας, αλλά και ως ευθεία επίθεση στο πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, αυτό της νεολαίας.

Είπαμε και πριν πως αυτή η γειτονιά πλέον δεν μας χωράει όλους. Και με αυτό δεν εννοούμε μόνο τη μαφία, αλλά και το χουλιγκανισμό όπου και όπως αυτός εκφράζεται. Είτε με πολιτικό μανδύα, είτε απολίτικα και ωμά. Ο αγώνας για τα Εξάρχεια, ακόμα και αν χρειάζεται να φτάσουμε στην ένοπλη σύρραξη, δεν αφορά στενά τα μέσα αγώνα, αλλά το περιεχόμενο που αυτά πρεσβεύουν. Η μάχη των Εξαρχείων, είναι μάχη πολιτισμών για τον απλούστατο λόγο πως δεν συγκρούονται δύο συμμορίες, αλλά δύο ολόκληροι κόσμοι. Από τη μία ο κόσμος του παρακράτους και της σαπίλας και από την άλλη ο δικός μας κόσμος: της ελπίδας, της αλληλεγγύης και του αγώνα. Όμως, η συγκρότηση του δικού μας στρατοπέδου δεν επιτυγχάνεται μονάχα με διακηρυκτικά καλέσματα στη μάχη, αλλά με διαπαιδαγώγηση και συμμόρφωση πάνω στα πολιτιστικά πρότυπα του νέου κόσμου που εκπροσωπούμε. Γι αυτό η μάχη των Εξαρχείων, είναι μάχη τόσο απέναντι στο κεφάλαιο και τη μαφία του, όσο και απέναντι στην εσωτερική διάβρωση του κινήματος. Στη ναρκωκουλτούρα, στην απειθαρχία, στον αντικοινωνισμό και στη βία για τη βία. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι να χάσουμε αυτόν τον αγώνα ή ακόμα χειρότερα να γίνουμε και οι ίδιοι μέρος του προβλήματος.

Είναι δεδομένο, πως όταν κάτι δεν οριοθετείται κάποια στιγμή θα επεκταθεί τόσο που τελικά θα σε καταπλακώσει. Θα απλωθεί σαν τον καρκίνο. Έτσι και στη περίπτωση των Εξαρχείων, όπου ο κατά τα άλλα ρομαντικός χαρακτήρας της γειτονιάς, που διαχρονικά αγκάλιαζε τους περιθωριακούς, τους ασυμβίβαστους και τους απόκληρους, σήμερα αποδεικνύεται λαθεμένος. Όχι γιατί δεν πρέπει να αγκαλιάζονται αυτοί οι άνθρωποι, αλλά γιατί θα πρέπει να ενσωματώνονται με τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δέχονται τη προσφορά αλλά και να την ανταποδίδουν, αποδεικνύοντας στη πράξη πως η αλληλεγγύη δεν είναι η πίσω πόρτα του χάους και της αλληλοφαγίας, αλλά η επιτομή της κοινωνικής ωριμότητας, μέσω της ικανότητας της αυτό-θεσμίζεται και να λειτουργεί με αρμονία. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν ζήτημα υπευθυνότητας και όχι απλά ανεκτικότητας.

Ειδικότερα δε, όταν έχουμε να κάνουμε με εγκληματικά- αντικοινωνικά στοιχεία, η διαχείριση των οποίων δεν ρυθμίζεται από κάποιο αόρατο χέρι, αλλά από τη δυνατότητα μας να διατηρούμε τουλάχιστον μια ισορροπία δυνάμεων. Να τους επιβλέπουμε, να τους επιβαλλόμαστε και να τους υπενθυμίζουμε πως βρίσκονται σε εχθρικό περιβάλλον. Διαφορετικά οι μαφιόζοι και οι χούλιγκαν θα νοιώσουν ασφαλείς και δυνατοί, θα επιβάλλουν την ηγεμονία τους και θα μας εξαφανίσουν. Απέναντι λοιπόν στις ακατάληπτες θεωρίες περί ανεκτικότητας του είδους  ‘’έτσι ήταν πάντα τα Εξάρχεια’’, εμείς λέμε πως όσοι τις επικαλούνται ανήκουν στις συντηρητικές δυνάμεις , σε όσους δηλαδή με τη στάση τους διαιωνίζουν τη παρακμιακή κατάσταση της γειτονιάς. Άρα, από εδώ και στο εξής θα θεωρούνται και αυτοί ως κομμάτι του προβλήματος.

Τα Εξάρχεια είναι μια από τις πλέον πολιτικά φορτισμένες περιοχές της Ευρώπης. Εκεί μέσα έχουν δοθεί σκληροί αγώνες, έχουν δολοφονηθεί σύντροφοι από την αστυνομία, έχουν ξεκινήσει εξεγέρσεις, έχουν γεννηθεί κινήματα και ιδέες. Η εικόνα αυτής της γειτονιάς παραδομένης πλέον στη παρακμή των ναρκωτικών, της ψευτοδιασκέδασης και του χουλιγκανισμού, είναι μια θλιβερή εικόνα. Όμως, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως αντανακλά και τα δομικά οργανωτικά και ιδεολογικά προβλήματα  του κινήματος μας. Στο όνομα μιας λανθάνουσας ‘’αντεξουσίας’’, η οποία ταυτίζει τους όρους συγκρότησης του προλεταριακού μετώπου, σε επίπεδο ηθικής και σχέσεων, με τους όρους που αντιμαχόμαστε τον αστικό κόσμο, ξεχνάμε πως στη βαρβαρότητα δεν απαντάς με χάδια.   Όταν λοιπόν οι ιδέες μας για τις κοινωνικές σχέσεις μετατρέπονται σε ιδεολογία, και όχι σε διαρκή σύγκρουση για να τις περιφρουρήσουμε, τότε αφήνονται κενά, και πάνω στην δικιά μας ‘’αντεξουσία’’ βρίσκουν το περιθώριο να στρογγυλοκάτσουν οι εξουσίες του εχθρού.  Όλα κρίνονται από τους πραγματικούς υλικούς συσχετισμούς και όχι από τα αφαιρετικά οράματα μας. Η ’’αντεξουσία’’ λοιπόν, για να μπορέσει να επιβιώσει στο αστικό περιβάλλον που αναπτύσσεται και να πείσει ότι αποτελεί ρεαλιστική πρόταση κοινωνικής οργάνωσης, θα πρέπει να ασκήσει εξουσία στους εχθρούς της. Διαφορετικά είναι καταδικασμένη να συντριβεί.  Από την άλλη, η πλαδαρή έννοια της ανεκτικότητας, η οποία επιτρέπει στα αντικοινωνικά στοιχεία να δρουν ανενόχλητα στη γειτονιά των Εξαρχείων, εγείρει κάποια βασικά ερωτήματα. Γιατί (να) είμαστε ανεκτικοί με τον καθένα, που με άλλοθι την εθνική ή την δήθεν πολιτική του ιδιότητα (του μετανάστη ή του ‘’αναρχικού’’) ασκεί αντικοινωνική βία, και δεν είμαστε ανεκτικοί με την τοπική κοινωνία που διαμαρτύρεται δικαίως εναντίων τους; Γιατί οι μεν καταλογίζονται ως φίλιες δυνάμεις  και οι δε ως μικροαστοί και φασίστες; Σε ποιους τελικά απευθυνόμαστε και ποίοι είναι οι σύμμαχοι μας; Εδώ λοιπόν μπαίνουμε στα άδυτα του ιστορικού χαρακτήρα του κινήματος, των στρεβλώσεων του σχετικά με τη ταξική πάλη και το ρόλο του μέσα σε αυτή.

Η ανεκτικότητα λοιπόν, δεν είναι κουπόνι ελεύθερης συνεισφοράς για να κοστολογείται κατά το δοκούν. Έχει βαρύ αντίτιμο. Το αντίτιμο της ευθύνης. Και μπροστά στον κίνδυνο να γίνουμε περιθώριο μέσα στην ίδια μας τη γειτονιά, να καταρρακωθούμε ηθικά και πολιτικά όντας ανίκανοι να υπερασπιστούμε το ζωτικό μας χώρο και να απολέσουμε την αξιοπιστία μιας υπεύθυνης  πολιτικής πρότασης απέναντι στη κοινωνία, εμείς λέμε πως αυτή η ευθύνη μας αναλογεί. Με όποιο κόστος.

Πως υπερασπιζόμαστε λοιπόν στη πράξη την αυτό-οργάνωση στη γειτονιά των Εξαρχείων, πόσο μάλλον όταν απειλούμαστε;  Σίγουρα όχι με το απλά να την επικαλούμαστε ως αφηρημένο σχήμα, ή ως δομή που δεν επικοινωνεί πουθενά με τον έξω κόσμο. Αυτό-οργάνωση σημαίνει τη μορφή (και όχι το περιεχόμενο) πάνω στην οποία συγκροτούμε τις δυνάμεις μας. Σημαίνει πως έχουμε τη δυνατότητα, με τα δικά μας πολιτικά και εμπειρικά εργαλεία, να συγκροτήσουμε το οργανωμένο προλεταριακό στρατόπεδο απέναντι στην αστική τάξη. Σωματεία, συνελεύσεις, επιτροπές, καταλήψεις , ένοπλες ομάδες κλπ, αποτελούν την υλική έκφραση της αυτό-οργάνωσης, αποτελούν τα δικά μας όπλα απέναντι στο αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Και ακριβώς επειδή αυτό-οργάνωση δεν σημαίνει νησίδες και κοινότητες ελευθερίας, αλλά σημεία ζύμωσης, επαγρύπνησης και εφόρμησης των προλεταριακών δυνάμεων, χρειάζεται να την περιφρουρούμε. Τόσο από το ρεφορμισμό, όσο και από τον ταξικό εχθρό.

Οι πολιτοφύλακες ως μορφή αυτό-οργάνωσης, όπου και όποτε εμφανίστηκαν ως αναγκαιότητα, υπερασπίστηκαν τα συλλογικά κεκτημένα, αλλά και το δικαίωμα του λαού και του κινήματος να αντεπιτίθεται στη βία των καπιταλιστών και όσων τους υπηρετούν. Απέναντι στην αστυνομία, το στρατό, τους φασίστες και τους κάθε λογής παρακρατικούς. Οι πολιτοφύλακες ήταν πάντα σπλάχνα από τα σπλάχνα του λαού και του κινήματος, γιατί υπηρετούσαν τις ανάγκες του και εξέφραζαν το συλλογικό σχεδιασμό του. Γιατί ήταν φρουροί και τιμωροί. Γιατί αποτελούσαν την έμπρακτη απάντηση στο ερώτημα πως θα περιφρουρηθούν οι αγώνες μας από τη βία των αφεντικών, και πως θα αμυνθούμε απέναντι στο επαπειλούμενο αιματοκύλισμα μας. Γιατί εν τέλει, εξέφραζαν την έμπρακτη αποδοχή της βίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και των αναπόφευκτων εμπόδιων που αυτή συναντάει όταν διεξάγεται με πραγματικά επαναστατικούς όρους.

Σήμερα στα Εξάρχεια, αν και βρισκόμαστε σε ένα τελείως διαφορετικό χωροχρόνο από αυτόν που γέννησε τους πολιτοφύλακες του περασμένου αιώνα, συναντάμε τα ίδια ζητήματα με αυτά που συνάντησαν οι προγονοί μας. Ζητήματα οργάνωσης και περιφρούρησης του αγώνα απέναντι στη βία του ταξικού εχθρού. Ακόμα και αν είναι αδόκιμο να προβούμε σε αυτόματες αναγωγές και μιμητισμούς, είμαστε αναγκασμένοι να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, να μελετήσουμε τους λόγους που γέννησαν τις ένοπλες περιφρουρήσεις και να μάθουμε από αυτές. Εδώ λοιπόν, μιλάμε πρωτίστως για το περιεχόμενο και δευτερευόντως  για τη μορφή. Και αυτό γιατί το περιεχόμενο είναι κοινό και αφορά τη διαχρονικά υπαρξιακή ανάγκη του κινήματος να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Η μορφή που τελικά θα πάρει αυτή η υπεράσπιση σήμερα, δεδομένης της βίας που απαιτείται από τη μία, και των ιδιαίτερων σημερινών συσχετισμών από την άλλη, είναι στη δικαιοδοσία του κινήματος να αναλυθεί.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της αναγκαιότητας, για εύρεση απαντήσεων σχετικά με ζητήματα περιφρούρησης του λαού και του κινήματος, εντάσσουμε και τη δίκαιη εκτέλεση του Χαμπίμπι. Εξορμούμενοι από την επιτακτική ανάγκη να μην συνεχίσουμε να παρακολουθούμε απαθείς την άλωση των Εξαρχείων, να μην σκύβουμε άλλο το κεφάλι στη βία που δεχόμαστε από τους τραμπούκους που δρουν στη περιοχή, αλλά και να ανοίξουμε με ωριμότητα τη συζήτηση για τα μέσα πάλης που απαιτούν οι περιστάσεις, προβήκαμε στη συγκεκριμένη ενέργεια. Η επιλογή μας αυτή συνδέεται διαλεκτικά με τις κινητοποιήσεις που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στα Εξάρχεια ενάντια στις μαφίες και στον γενικότερο κοινωνικό κανιβαλισμό. Eμείς, αποτιμώντας θετικά αυτές τις κινητοποιήσεις θελήσαμε να συμβάλουμε σε αυτές με τους δικούς μας όρους. Γιατί πρωτίστως, σημασία έχει η ενότητα κάτω από ένα κοινό και επιτακτικό στόχο και όχι οι ιδεολογικές ταυτίσεις. Γιατί η μαφία μας έχει κηρύξει τον πόλεμο και δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο. Διαφορετικά, ο καθένας θα κρατάει ψηλά το λάβαρο της ιδεολογικής του καθαρότητας, την ίδια στιγμή που στα Εξάρχεια θα γινόμαστε μια ανυπεράσπιστη μειοψηφία. Ο καθένας λοιπόν ας κάνει την επιλογή του. Ή με το κίνημα και την ιστορία του ή μόνος του συντροφιά με τις ιδεολογικές του αυταπάτες.

 

Ή ΕΜΕΙΣ  Ή ΑΥΤΟΙ. ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.

 

ΕΝΟΠΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΩΝ